- ξυλόφωνο
- Κρουστό μουσικό όργανο. Συνίσταται από πλήκτρα (ταστιέρα) που σχηματίζονται από μικρές ξύλινες πλάκες που ηχούν κτυπώμενες από δύο μπαγκέτες (ξύλινα ραβδιά) και δίνουν μια σειρά φθόγγων, έκτασης από δύο έως τέσσερις οκτάβες. Αρχικά τοποθετούσαν τις πλάκες αυτές επάνω στα γόνατα του εκτελεστή, στη συνέχεια όμως, τις έδεναν με ένα κορδόνι ή επάνω σε μια βάση. Το ξ. μπήκε στη μοντέρνα ορχήστρα, σε έναν τύπο αρκετά τελειοποιημένο: οι μπαγκέτες, που χρησιμεύουν για την κρούση, για την παραγωγή του ήχου, λειτουργούν επάνω στην ταστιέρα με έναν μηχανισμό αρκετά όμοιο με αυτόν του πιάνου και όχι κατευθείαν από τον εκτελεστή, όπως πριν. Η καταγωγή του ξ. σημειώνεται από τη νοτιοανατολική Ασία, σε μορφή όμως κατά πολύ πιο πρωτόγονη· το ξανασυναντούμε στη Μαδαγασκάρη (σε έναν τύπο που τοποθετεί τις ηχητικές του πλάκες στα γόνατα του εκτελεστή), στην Αφρική (όπου αυτές οι πλάκες συγκρατούνται μεταξύ τους, πάνω σε μια ξύλινη βάση) και στην Ινδονησία (όπου στη θέση της ξύλινης βάσης, υπάρχουν δύο κορδελίτσες διαχωρισμένες από κόμβους διαστημάτων). Το ξ. το χρησιμοποίησε ο Σαιν-Σανς στον Μακάβριο χορό του και από τότε βρήκε συχνά θέση στη μοντέρνα μουσική.
* * *τοκρουστό ιδιόφωνο μουσικό όργανο που αποτελείται από σειρά κλιμακωτών κουρδιζόμενων ξύλινων πλακών με διαφορετικό μήκος, τις οποίες ο οργανοπαίκτης χτυπά με δύο μικρές και λεπτές ξύλινες ράβδους με κεφαλές από μαλακό ή σκληρότερο υλικό, το οποίο επηρεάζει τη χροιά του ήχου τού οργάνου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xylophone < ξύλο + -φωνο (< -φωνος < φωνή)].
Dictionary of Greek. 2013.